τριγυρίστρα — και τρογυρίστρα, η, Ν 1. γυναίκα χωρίς ασχολίες που γυρνά στους δρόμους ή σε γνωστά της σπίτια για να περάσει την ώρα της 2. πυώδης φλεγμονή που παρουσιάζεται στην άκρη τών δακτύλων, αλλ. καλαγκάθι, μεθύστρα, κοσκινήστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριγυρίζω… … Dictionary of Greek
απασσάλωτος — η, ο (για γυναίκα) ανοικοκύρευτη, ξαπολυμένη, τριγυρίστρα («αι γυναίκες την έλεγαν απασσάλωτη, αναφάνταλη, αστάνευτη» (Παπαδιαμ.) … Dictionary of Greek
μεθύστρα — η 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού 2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική 3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. στρα (πρβλ. βυζά στρα, πλύ … Dictionary of Greek
τρογυρίστρα — η, Ν βλ. τριγυρίστρα … Dictionary of Greek